- εκδέχομαι
- ἐκδέχομαι (AM)1. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται, παραλαμβάνω2. αναλαμβάνω βάρος ή ευθύνη, παίρνω επάνω μουαρχ.1. (για διάδοχο) αναλαμβάνω τη θέση άλλου, διαδέχομαι2. (για λόγο) παίρνω τον λόγο αμέσως μετά από κάποιον άλλο3. αναμένω, προσδοκώ4. αντιλαμβάνομαι, θεωρώ5. υποδέχομαι, φιλοξενώ6. (για γεγονότα) περιμένω, αναμένω7. (για γειτονικές χώρες) συνορεύω8. αρχιτ. υποστηρίζω, βαστάζω9. περιλαμβάνω10. υπερασπίζω, προστατεύω.
Dictionary of Greek. 2013.